- περιπτίσσω
- Α1. αφαιρώ τον φλοιό γύρω γύρω, ξεφλουδίζω2. (ειδικά) αλωνίζω και καθαρίζω σιτηρά από τα άχυρα3. (η μτχ. αρσ. πληθ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) oἱ περιεπτισμένοιμτφ. αστοί απαλλαγμένοι από ξένα στοιχεία, αμιγείς αστοί («ἀλλ' ἐσμὲν αὐτοὶ νῡν γε περιεπτισμένοιτοὺς γὰρ μετοίκους ἄχυρα τῶν ἀστῶν λέγω», Αριστοφ.)4. φρ. «περιεπτισμένος τὸ εἶδος»α) καθαρός ως προς την όψη ή με περιποιημένη εμφάνισηβ) μτφ. ηθικά αγνός.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + πτίσσω «αλέθω, αποφλοιώνω»].
Dictionary of Greek. 2013.